Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οἱ δοκοῠντες

См. также в других словарях:

  • δοκοῦντες — δοκέω expect pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) δοκόω furnish with rafters pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρέφω — ΝΜΑ νεοελλ. τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ μσν. αρχ. 1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.) β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε… …   Dictionary of Greek

  • καραδοκοῦντες — καρᾱδοκοῦντες , καραδοκέω wait for the outcome of pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»